παρεγκλίνει

παρεγκλίνει
παρεγκλί̱νει , παρεγκλίνω
cause to incline sideways
aor subj act 3rd sg (epic)
παρεγκλί̱νει , παρεγκλίνω
cause to incline sideways
pres ind mp 2nd sg
παρεγκλί̱νει , παρεγκλίνω
cause to incline sideways
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απαρέγκλιτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν παρεγκλίνει, δε λοξοδρομεί, αυστηρός: Ζητούσε από τους υπαλλήλους απαρέγκλιτη εφαρμογή των νόμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”